ἀπειροποιοί

ἀπειροποιοί
ἀπειροποιός
producing infinitude
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απειροποιός — ἀπειροποιός, όν (Α) αυτός που καθιστά κάτι άπειρο, που του δίνει άπειρες διαστάσεις («δυνάμεις απειροποιοί») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”